Email: contact@kondylislawoffice.gr
Λειτουργία: Δε-Πα: 9.00-19.00
Αριθμός 1473/2018
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Γ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 19 Ιανουαρίου 2017, με την εξής σύνθεση: Αικ. Σακελλαροπούλου, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύουσα σε αναπλήρωση της Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Γ. Τσιμέκας, Α.-Μ. Παπαδημητρίου, Σύμβουλοι, Ι. Παπαγιάννης, Ε. Αργυρός, Πάρεδροι. Γραμματέας η Δ. Τετράδη, Γραμματέας του Γ΄ Τμήματος.
[...]
2. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή ζητείται η εξαφάνιση της απόφασης του Δευτεροβαθμίου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης, με την οποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα η ποινή της οριστικής παύσης για το πειθαρχικό παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων της για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του ενός μηνός (από 1.9.1997 έως 31.8.1998 και όχι όπως εκ παραδρομής αναφέρεται στην απόφαση αυτή από 1.1.1997 έως 31.8.1998).
3. Επειδή, εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου τελέσεως του αποδιδόμενου πειθαρχικού παραπτώματος (1.9.1997 έως 31.8.1998) εφαρμοστέες είναι οι ουσιαστικές διατάξεις του π.δ. 611/1977 (Α΄ 198). Ειδικότερα, στο άρθρο 205 παρ. 1 του εν λόγω Υπαλληλικού Κώδικα, ορίζεται ότι: «Πάσα δι’ υπαιτίου πράξεως ή παραλείψεως παράβασις υπαλληλικού καθήκοντος, δυναμένη να καταλογισθή, αποτελεί πειθαρχικόν αδίκημα», στο άρθρο 206 παρ. 1 ότι «Μεταξύ των πειθαρχικών αδικημάτων καταλέγονται ιδίως: α) … ιη) η αδικαιολόγητη αποχή από της εκτελέσεως των καθηκόντων, ιθ)…» και στο άρθρο 207 παρ. 4 ότι: «Την ποινήν της οριστικής παύσεως δύναται να επιβάλη ο πειθαρχικός δικαστής μόνον διά τα εξής αδικήματα: α) … γ) αδικαιολόγητον αποχήν από της εκτελέσεως των καθηκόντων επί τριάκοντα τουλάχιστον ημέρας. δ)…». Περαιτέρω, ο από 9.4.1999 ισχύσας Υπαλληλικός Κώδικας (ν. 2683/1999, Α΄ 19) όριζε στο άρθρο 106 ότι: «1. Πειθαρχικό παράπτωμα αποτελεί κάθε παράβαση υπαλληλικού καθήκοντος, που συντελείται με υπαίτια πράξη ή παράλειψη και μπορεί να καταλογισθεί στον υπάλληλο. 2. Το υπαλληλικό καθήκον προσδιορίζεται τόσο από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν στον υπάλληλο οι κείμενες διατάξεις, οι εντολές και οδηγίες, όσο και από τη συμπεριφορά που πρέπει να τηρεί ο υπάλληλος … 3. …», στο άρθρο 107 παρ. 1 ότι: «Πειθαρχικά παραπτώματα αποτελούν ιδίως: α) … δ) Η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων ε) … κα) …» και στο άρθρο 109 παρ. 2 ότι: «Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο για τα ακόλουθα παραπτώματα: α) … στ) αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή πάνω από τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους. ζ) … θ) …». Τέλος, ταυτόσημες, κατά περιεχόμενο, προς τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 2683/1999 είναι και οι αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 106 παρ. 1 και 2, 107 παρ. 1δ΄ και 109 παρ. 2 στ΄ του από 9.2.2007 ισχύοντος Υπαλληλικού Κώδικα (ν. 3528/2007, Α΄ 26/9.2.2007), πριν την τροποποίησή τους με τον ν. 4057/2012 (Α΄ 54), ενώ και μετά την τροποποίηση τους με τον ανωτέρω νόμο δεν επέρχεται επί της ουσίας κάποια διαφοροποίηση, πλην του ότι για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής (από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων) άνω των 22 εργάσιμων ημερών συνεχώς ή 30 εργάσιμων ημερών, σε διάστημα ενός έτους, δεν μπορεί να επιβληθεί ποινή κατώτερη του υποβιβασμού (ΣτΕ 465/2016).
[...]
5. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου της πειθαρχικής διαδικασίας, η αποχή της προσφεύγουσας από την άσκηση των υπηρεσιακών της καθηκόντων δεν δύναται να δικαιολογηθεί από το γεγονός ότι υπέβαλε τις από 4.4, 7.8 και 2.10.1997 αιτήσεις ανανέωσης της απόσπασής της για το σχολικό έτος 1997-1998 και, επομένως, ανέμενε την απάντηση της Διοίκησης στις αιτήσεις αυτές. Αντιθέτως, όφειλε η ίδια η προσφεύγουσα εντός ευλόγου χρόνου από την υποβολή των αιτήσεων ανανεώσεως της απόσπασής της για το σχολικό έτος 1997-1998, να ζητήσει να πληροφορηθεί εγγράφως για την τύχη των αιτήσεών της και να τεθεί στη διάθεση της υπηρεσίας (βλ. ΣτΕ 465/2016, 2857/2016, 2878/2014, 1670/2013, 2906, 1773/2004, 1823, 4545/1997, 3711/1994). Περαιτέρω, είναι απορριπτέος ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι δεν παρέλαβε τη διαπιστωτική πράξη λύσης της απόσπασής της, διότι σύμφωνα με τον Υπαλληλικό Κώδικα (άρθρο 144 παρ. 3 του π.δ. 611/1977, άρθρο 68 παρ. 6 του ισχύοντος ΥΚ, ν. 3528/2007) ο υπάλληλος με τη λήξη της απόσπασης επανέρχεται υποχρεωτικά στη θέση του χωρίς άλλη διατύπωση. Εφόσον ο Υπαλληλικός Κώδικας προβλέπει αυτοδίκαιη λήξη της αποσπάσεως με την παρέλευση του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος και υποχρέωση του υπαλλήλου για επάνοδο στη θέση χωρίς άλλη διατύπωση, δεν παρίσταται δικαιολογημένη και δεν δύναται να τύχει εννόμου προστασίας ενδεχόμενη εμπιστοσύνη του σε προηγούμενη διοικητική πρακτική (ΣτΕ 465/2016).
[...]
8. Επειδή, από τα ανωτέρω εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, προκύπτει ότι η προσφεύγουσα, από 1.9.1997 έως 31.8.1998 απείχε από την εκτέλεση των υπηρεσιακών της καθηκόντων για συναπτό χρονικό διάστημα ενός έτους, χωρίς να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση και χωρίς να της έχει χορηγηθεί νόμιμη άδεια. Με τα δεδομένα αυτά, η απουσία της υπήρξε αδικαιολόγητη και, συνεπώς, στοιχειοθετείται εν προκειμένω το αποδιδόμενο σ’ αυτήν πειθαρχικό παράπτωμα της «αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων επί τριάκοντα τουλάχιστον ημέρας» που προβλεπόταν από το άρθρο 207 παρ. 4 περίπτ. γ΄ του π.δ. 611/1977, για το οποίο δεν επέδειξε μεταμέλεια, αφού και μετά την πειθαρχική της παραπομπή εξακολουθούσε να μην παρουσιάζεται στην εργασία της.
9. Επειδή, ως προς την επιβλητέα σε βάρος της προσφεύγουσας πειθαρχική ποινή, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέσθηκε το ανωτέρω πειθαρχικό παράπτωμα, τη βαρύτητα αυτού, την εν γένει υπηρεσιακή εικόνα της προσφεύγουσας και τη συμπεριφορά της, κρίνει ότι η επιβληθείσα σ’ αυτήν πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσεως παρίσταται προσήκουσα.
10. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την προσφυγή.
Πρόσφατες Αναρτήσεις